- προτελευταίος
- αία, ο[ν] предпоследний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προτελευταίος — α, ο / προτελευταίος, ον, ΝΜ [τελευταῑος] αυτός που κείται ή γίνεται πριν από τον τελευταίο («η προτελευταία ημέρα τού μηνός»). επίρρ... προτελευταίως ΝΑ, και προτελευταία Ν πριν από το τελευταίο γεγονός ή πριν από τα τελευταία γεγονότα … Dictionary of Greek
προτελευταίος — α, ο αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πριν από τον τελευταίο τοπικά, χρονικά ή αξιολογικά: Προτελευταία μέρα της αναχώρησης. – Eίναι προτελευταίος στον κατάλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτελευταίου — προτελευταῖος second last masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερέσχατος — δευτερέσχατος, η, ον (Α) ο προτελευταίος … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
παρέσχατος — άτη, ον Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον έσχατο, ο προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρεσχάτη γραμμ. η παραλήγουσα … Dictionary of Greek
παρατέλευτος — ον, Α 1. προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτος η λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτον είδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τελευτος… … Dictionary of Greek
παρατελευταίος — αία, ον, Α 1. πριν από τον τελευταίο, ο προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προτελευταία η παραλήγουσα … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προτέλευτος — ον, Α προτελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τελευτος (< τελευτή), πρβλ. παρα τέλευτος] … Dictionary of Greek